- απέχθεια
- ησιχαμάρα: Πάντα είχα μια απέχθεια στο πρόσωπο αυτό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀπεχθεία — ἀπεχθείᾱ , ἀπέχθεια hatred fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεχθείᾳ — ἀπεχθείᾱͅ , ἀπέχθεια hatred fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπέχθεια — hatred fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απέχθεια — η (AM ἀπέχθεια) [απεχθής] αντιπάθεια, αποστροφή, εχθρότητα … Dictionary of Greek
ἀπεχθείας — ἀπεχθείᾱς , ἀπέχθεια hatred fem acc pl ἀπεχθείᾱς , ἀπέχθεια hatred fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεχθείαι — ἀπεχθείᾱͅ , ἀπέχθεια hatred fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεχθειῶν — ἀπέχθεια hatred fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεχθείαις — ἀπέχθεια hatred fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπέχθειαι — ἀπέχθεια hatred fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπέχθειαν — ἀπέχθεια hatred fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)